ξυστρωτόν

ξυστρωτόν
ξυστρωτός
fluted
masc/fem acc sg
ξυστρωτός
fluted
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξυστρωτός — ξυστρωτός, όν (Α) [ξυστρώ] μτγν. 1. (για κίονα) αυτός που φέρει ραβδώσεις, ραβδωτός («κέδρου πρὸς τὸν οἶκον ἔνδον διατετορευμένα ξυστρωτὰ καὶ περίγλυφα», ΠΔ) 2. (για πυραμίδα) αυτός που έχει κατασκευαστεί με λοξή τομή 3. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”